- ναρκισσεύομαι
- αμετ. быть самодовольным, самовлюблённым
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ναρκισσεύομαι — αυτοθαυμάζομαι, όπως ο Νάρκισσος, επιδεικνύω αυταρέσκεια, είμαι αυτάρεσκος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. Νάρκισσος, όν. μυθικού αυτάρεσκου νέου] … Dictionary of Greek
ναρκισσεύομαι — θαυμάζω ο ίδιος τον εαυτό μου, όπως ο μυθικός ήρωας Νάρκισσος, δείχνω αυταρέσκεια, είμαι αυτάρεσκος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αναπεταρίζω — 1. προσπαθώ να πετάξω ανοιγοκλείνοντας τις φτερούγες, φτερουγίζω 2. (για τα μάτια) κάνω νευρικές συσπάσεις, «πετάω» 3. (για την καρδιά) χτυπάω γρήγορα 4. (για πρόσωπα) ναρκισσεύομαι, κοκορεύομαι, κάνω νάζια … Dictionary of Greek
ναρκισσευτής — ο [ναρκισσεύομαι] 1. αυτός που ναρκισσεύεται, που είναι ερωτευμένος με τον εαυτό του, που αυτοθαυμάζεται 2. (κατ επέκτ.) εγωκεντρικός, εγωπαθής, εγωλάτρης … Dictionary of Greek